ὀρθοπεριπατητικόν

ὀρθοπεριπατητικόν
ὀρθοπεριπατητικός
walking about erect
masc acc sg
ὀρθοπεριπατητικός
walking about erect
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορθοπεριπατητικός — ὀρθοπεριπατητικός, όν (ΑΜ) αυτός που περπατά όρθιος («ἄνθρωπός ἐστι ζῷον ὀρθοπεριπατητικόν», Δαμασκ. Ι.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + περιπατητικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”